Αιρέω-ώ
Κλίση του ρήματος στους Αρχικούς του Χρόνους:
Αιρέω -ώ (συλλαμβάνω, κυριεύω)
Εν.: αιρέω, αιρώ
Πρτ.: ήρουν
Μελ.: αιρήσω
Αόρ.: είλον
Πρκ.: ήρηκα
Υπρσ.: ηρήκειν
Παράγωγα
Κλίση του ρήματος στους Αρχικούς του Χρόνους:
Αιρέω -ώ (συλλαμβάνω, κυριεύω)
Εν.: αιρέω, αιρώ
Πρτ.: ήρουν
Μελ.: αιρήσω
Αόρ.: είλον
Πρκ.: ήρηκα
Υπρσ.: ηρήκειν
Παράγωγα