Βάλλω
Κλίση του ρήματος στους Αρχικούς του Χρόνους:
Βάλλω (χτυπώ, ρίχνω)
Εν.: βάλλω
Πρτ.: έβαλλον
Μελ.: βαλέω,-ώ
Αόρ.: έβαλον
Πρκ.: βέβληκα
Υπρσ.: εβεβλήκειν
Παράγωγα
Κλίση του ρήματος στους Αρχικούς του Χρόνους:
Βάλλω (χτυπώ, ρίχνω)
Εν.: βάλλω
Πρτ.: έβαλλον
Μελ.: βαλέω,-ώ
Αόρ.: έβαλον
Πρκ.: βέβληκα
Υπρσ.: εβεβλήκειν
Παράγωγα