Γίγνομαι
Κλίση του ρήματος στους Αρχικούς του Χρόνους:
Γίγνομαι(γίνομαι, συμβαίνω, γεννιέμαι)
Εν.: γίγνομαι
Πρτ.: εγιγνόμην
Μελ.: γενήσομαι-γενηθήσομαι
Αόρ.: εγενόμην-εγενήθην
Πρκ.: γεγένημαι-γέγονα
Υπρσ.: εγεγενήμην-εγεγόνειν
Παράγωγα
γένεση, γονιός, γέννα, γεγονός, γνήσιος, γενιά, απόγονος, εγγονός, γενέθλια, αγένητος, γενετήσιος