Ευρίσκω
Κλίση του ρήματος στους Αρχικούς του Χρόνους:
Ευρίσκω (βρίσκω)
Εν.: ευρίσκω
Πρτ.: ηύρισκον, εύρισκον
Μελ.: ευρήσω
Αόρ.: ηύρον, εύρον
Πρκ.: ηύρηκα, εύρηκα
Υπρσ.: ηυρήκειν
Παράγωγα
Κλίση του ρήματος στους Αρχικούς του Χρόνους:
Ευρίσκω (βρίσκω)
Εν.: ευρίσκω
Πρτ.: ηύρισκον, εύρισκον
Μελ.: ευρήσω
Αόρ.: ηύρον, εύρον
Πρκ.: ηύρηκα, εύρηκα
Υπρσ.: ηυρήκειν
Παράγωγα