Λαμβάνω
Κλίση του ρήματος στους Αρχικούς του Χρόνους:
Εν.: λαμβάνω
Πρτ.: ελάμβανον
Μελ.: λήψομαι
Αόρ.: έλαβον
Πρκ.: είληφα
Υπρσ.: ειλήφειν
Παράγωγα
- λήψη, λήπτης, ληπτός, από το θέμα του μέλλοντα (ληπ-, ληψ-).
- λαβή, λάφυρο, συλλήβδην από το θέμα του αορίστου (λαβ-)