Πάσχω
Αρχικοί χρόνοι
Πάσχω
Εν.: πάσχω
Πρτ.: ἔπασχον
Μελ.: πείσομαι
Αόρ.: ἔπαθον
Πρκ.: πέπονθα
Υπρσ.: ἐπεπόνθειν
Παράγωγα
Παθος, πάθημα , πάθηση
Αρχικοί χρόνοι
Πάσχω
Εν.: πάσχω
Πρτ.: ἔπασχον
Μελ.: πείσομαι
Αόρ.: ἔπαθον
Πρκ.: πέπονθα
Υπρσ.: ἐπεπόνθειν
Παράγωγα
Παθος, πάθημα , πάθηση