Πήγνυμι
Ενεργητική Φωνή
Ενεστ.: πήγνυμι
Παρατ.: ἐπήγνυν και ἐπήγνυον
Μελλ.: πήξω
Αόριστ.: ἔπηξα
Παράκ.: πέπυγα ή πέπυχα
Υπερσ.: ἐπεπήχειν
Μέση και Παθητική Φωνή
Ενεστ.: πήγνυμαι
Παράτ.: ἐπηγνύμην
Παθ. Μελλ. Α΄.: πήξομαι
Παθ. Μελλ. Β΄: παγήσομαι
Μέσ. Αόρ. Α΄: ἐπηξάμην
Παθ. Αόρ. Α΄: ἐπήχθην
Παθ. Αόρ. Β΄: ἐπάγην
Μέσ. Παράκ.: πέπηγμαι
Υπερσ.: ἐπεπήγειν
Παράγωγα
πῆξις, ναυπηγός, Ναύπακτος (ναῦς + πήγνυμι), συμπαγής, πάχος, παχύς, πηκτός, πάσσαλος (εκ του πάγ-j-αλος), πηγυλί (=ψυχρά).