Πίπτω
Κλίση του ρήματος Διαγράφω στους Αρχικούς του Χρόνους:
διαγράφω
Εν.: πίπτω
Πρτ.: έπιπτον
Μελ.: πεσέομαι, πεσούμαι
Αόρ.: έπεσον
Πρκ.: πέπτωκα
Υπρσ.: επεπτώκειν
Παράγωγα
Κλίση του ρήματος Διαγράφω στους Αρχικούς του Χρόνους:
διαγράφω
Εν.: πίπτω
Πρτ.: έπιπτον
Μελ.: πεσέομαι, πεσούμαι
Αόρ.: έπεσον
Πρκ.: πέπτωκα
Υπρσ.: επεπτώκειν
Παράγωγα