Συγκριτική διδασκαλία των κλασικών γλωσσών Μάθημα 1

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ ΜΑΘΗΜΑ 1


(Με βάση το σχετικό δικό μας βιβλίο (των Ιωαννίδη Κ. & Ιωαννίδου Αικ.) του 2007)



ΜΑΘΗΜΑ 1. Πνεύματα, τόνοι, φθόγγοι και γράμματα.


(Πρέπει να γίνουν, κατά καιρούς, επανειλημμένες αναγνώσεις των δύο πρώτων μαθημάτων)



1.1.1. Πνεύματα στην αρχαία ελληνική γλώσσα.


Η αρχαία ελληνική γλώσσα διέθετε δύο πνεύματα, την ψιλή ( οὐ ) και τη δασεία ( ὁ ). Η δασεία δήλωνε τη δάσυνση του αρχικού φωνήεντος ή ῥ- και η ψιλή την απουσία της δάσυνσης. Η δάσυνση ήταν μια συμπροφορά του αρχικού φωνήεντος με ένα δασύ πνεύμα, δηλαδή μια ποσότητα αέρα, κάτι σαν ελαφρό φθόγγο χ, μπροστά από το φωνήεν ή το ρ-.


Οι περισσότερες λέξεις της αρχαίας ελληνικής που αρχίζουν από φωνήεν παίρνουν ψιλή. Δασεία παίρνουν οι λέξεις:


1. Που αρχίζουν από ὑ- ή από ῥ (επειδή το ρ-, ως ημίφωνο, έμοιαζε με τα φωνήεντα).

2. Τα άρθρα ὁ, ἡ, αἱ, οἱ και οι δεικτικές αντωνυμίες ὅδε, οὗτος.

3. Οι αναφορικές αντωνυμίες και τα αναφορικά επιρρήματα εκτός από τα ἔνθα, ἔνθεν.

4. Οι προσωπικές αντωνυμίες ἡμεῖς, ἡμῶν, ἡμῖν, ἡμᾶς, οὗ, οἷ, ἕ.

5. Οι αόριστες αντωνυμίες ἕτερος, ἑκάτερος, ἕκαστος και τα παράγωγά τους.

6. Οι σύνδεσμοι ἕως, ἡνίκα, ἵνα, ὅμως, ὁπότε, ὅπως, ὅτι, ὡς, ὥστε.

7. Τα αριθμητικά εἷς, ἕν, ἕξ, ἑπτά, ἑκατόν και τα παράγωγά τους.

8. Άλλες λέξεις, τις οποίες μαθαίνουμε στα κείμενα, όπως ἅγιος, ἁγνός, αἷμα, ἅλας, ἅλμα, ἅμαξα, ἁμαρτάνω, ἅμιλλα, ἁπαλός, ἁπλοῦς, ἅρμα, ἁρπάζω, ἕδρα, Ἑλένη, ἕλιξ, Ἑλλάς, ἑορτή, ἕρπω, ἑσπέρα, ἕτοιμος, εὑρίσκω, ἥβη, ἡγοῦμαι, ἥλιος, ἡμέρα, ἥμερος, Ἡρόδοτος, ἥρως, ἥσυχος, ἧττα, ἱδρύω, ἱκανός, ἱκέτης, ἵππος, ἱστορία, ὁδός, ὅλος, ὁρμή, ό ὅρος, ὁρίζω, ὁρῶ, ὅσιος και άλλες με όλα τα παράγωγά τους.


(Μπορούμε και με διάφορους πρακτικούς τρόπους να βρούμε αν μία λέξη της αρχαίας ελληνικής παίρνει δασεία. Για παράδειγμα αν στις λατινογενείς γλώσσες η ελληνικής προέλευσης λέξη έχει μπροστά το γράμμα (Η) τότε παίρνει δασεία, όπως Ἑλλάς (Hellas), Ἑλένη (Helena), Ἱστορία (History), Ὅμηρος (Homer), Ἡρόδοτος (Herodotus) κ.ά. Ή αν στη σύνθεση των λέξεων το ψιλό π,τ, που παραμένει ως τελικό μετά την έκθλιψη, των προθέσεων ἀπό, κατά, μετά, ὑπό, ἐπὶ μετατρέπεται σε φ ή θ, τότε η απλή λέξη που χρησιμοποιείται ως β΄ συνθετικό παίρνει δασεία, όπως καθαγιάζω (κατά + ἁγιάζω), αφαίμαξη (ἀπό + αἷμα), αφαλάτωση, εφάμιλλος, υφαρπάζω (ὑπό + ἁρπάζω), καθέδρα, μεθεόρτια (μετά + ἑορτή), υφέρπω, εφευρίσκω, έφηβος, καθηγητής, υφήλιος, εφήμερος, εφησυχάζω, καθιδρύω, έφιππος, κάθοδος, εφ’ όλης, εφορμώ, καθορίζω, καθορώ, καθοσιώνω κ.ά.)



1.1.2. Τόνοι στην αρχαία ελληνική γλώσσα.


Η αρχαία ελληνική γλώσσα διέθετε τρείς τόνους, περισσότερο μουσικούς παρά δυναμικούς, την οξεία (ναί ), τη βαρεία (δὲ), που δήλωνε απουσία της οξείας, και την περισπωμενη (πῶς) ή οξυβαρεία, που δήλωνε την ύπαρξη στον ίδιο φθόγγο και της οξείας και της βαρείας, δηλαδή σύγχρονο ανέβασμα - όξυνση και κατέβασμα της φωνής στον ίδιο φθόγγο, γι’ αυτό και έμπαινε μόνο σε μακρόχρονα φωνήεντα. Στην κλασική εποχή δε χρησιμοποιούσαν τονικά σημάδια. Αυτά άρχισαν να χρησιμοποιούνται από τους ελληνιστικούς χρόνους. Για να τονίζουμε σωστά τις αρχαίες ελληνικές λέξεις, δυναμικά βέβαια, γιατί σήμερα τονίζουμε τις αρχαίες ελληνικές λέξεις όπως και τις νεοελληνικές, πρέπει να έχουμε υπόψη τους παρακάτω κανόνες:


1. Καμία λέξη δεν τονίζεται πριν από την προπαραλήγουσα.

2. Η προπαραλήγουσα όταν τονίζεται παίρνει οξεία (ἄνθρωπος, ὥριμος, ἥδομαι, ἤλθομεν).

3. Η προπαραλήγουσα δεν τονίζεται όταν η λήγουσα είναι μακρόχρονη. Ο τόνος της κατεβαίνει στην παραλήγουσα (ἄνθρωπος, ἀνθρώπου, ἀνθρώπων, ἀνθρώπους, ῥητόρων).

4. Η παραλήγουσα όταν τονίζεται και είναι βραχύχρονη παίρνει οξεία (νέος, νόμος, δίκη).

5. Η παραλήγουσα όταν τονίζεται και είναι μακρόχρονη παίρνει οξεία, αν η λήγουσα είναι μακρόχρονη (δώρων), και περισπωμένη, αν η λήγουσα είναι βραχύχρονη (δῶρον).

6. Η τονιζόμενη λήγουσα όταν είναι βραχύχρονη παίρνει οξεία (ἀγαθός, χαρά, ἰχθύς).

7. Η τονιζόμενη λήγουσα όταν είναι μακρόχρονη και ασυναίρετη παίρνει οξεία στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική (ἡ τιμή, τὴν τιμήν, ὦ τιμή) και περισπωμένη στη γενική, δοτική (τῆς τιμῆς, τῇ τιμῇ).

8. Η τονιζόμενη λήγουσα όταν είναι μακρόχρονη και συνηρημένη παίρνει περισπωμένη (ἀγαπῶ, ποιῶ, δηλῶ, Ἑρμῆς, μνᾶ, ὀστοῦν). Αν όμως τονίζεται το δεύτερο από τα συναιρούμενα φωνήεντα, τότε παραμένει η οξεία (ἐάν - ἄν, ἑσταώς - ἑστώς).

9. Η βαρεία σημειώνεται στη θέση της οξείας μόνο στη λήγουσα, όταν δεν ακολουθεί σημείο στίξης ή λέξη εγκλιτική (καὶ γάρ, ἀληθὲς δέ, τό τε φιλικὸν στράτευμα).


(ΑΠΛΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΟΝΙΣΜΟ)


1. Το α (καθαρό) στις καταλήξεις των πρωτόκλιτων ονομάτων είναι μακρόχρονο (τὰς χώρας, τὰς κώμας, τὰς γλώσσας, τοὺς στρατιώτας, τοὺς Ἀτρείδας, τὰς ἀληθείας).

2. Το α στις καταλήξεις των δευτερόκλιτων και τριτόκλιτων ονομάτων είναι βραχύχρονο (τὰ ἆθλα, τὰ δῶρα, τὰ σῦκα, τὰ γελοῖα, τὰ ὁποῖα, τὸν Τρῶα, τὸν γῦπα, τοὺς γῦπας).

3. Το α στη λήγουσα των καταλήξεων του αορίστου είναι βραχύχρονο (εἶπα, ἦρα, ἔλυσα).

4. Το υ και το ι στο τέλος των τριτόκλιτων ονομάτων γενικά είναι βραχύχρονο (τὸ νᾶπυ, κόρακι).

5. Όλες οι δίφθογγοι είναι μακρόχρονες εκτός από το αι και το οι στο τέλος κλιτών λέξεων πλην ευκτικής (χῶραι, χῶροι, λῦσαι (απαρέμφατο), λύσαι (ευκτική), οἶκοι, οἴκοι (επίρρημα).

6. Τα βραχύχρονα φωνήεντα παίρνουν μόνο οξεία (νέος, φθόνος, τάπης, πατρίς γίγας, κλίμα).

7. Περισπωμένη μπαίνει μόνο σε μακρόχρονη συλλαβή (ἐκτιμῶ, ἀμοιβῆς, τῶν νικῶν, δρᾶμα.)



1.1.3. Πνεύματα και τόνοι στη λατινική γλώσσα.


Η λατινική γλώσσα δε διαθέτει ούτε τόνους ούτε πνεύματα. Ο τονισμός των λέξεων γίνεται ανάλογα με την ποσότητα των συλλαβών και ιδιαίτερα της παραλήγουσας και διέπεται από τους παρακάτω κανόνες:


1. Η λήγουσα τονίζεται μόνο σε περίπτωση αποκοπής του τελικού μη τονιζόμενου φωνήεντος (illi’c, illu’c, isti’c, istu’c, addu’c, dedu’c, adhu’c κ.ά.).

2. Η παραλήγουσα τονίζεται μόνο όταν είναι μακρόχρονη, φύσει ή θέσει, αλλιώς τονίζεται η προπαραλήγουσα (regi’na, terra’rum, Ro’mulus, epi’stula, libe’rtas).

3. Οι ελληνικής προέλευσης λέξεις διατηρούν την προσωδία τους, αλλά τονίζονται σύμφωνα με τους κανόνες της λατινικής (Mede’a (Μήδεια), Athe’nae, Melpo’mene (Μελπομένη), poe’ta, Aene’as, pa’tria, Home’rus, Pene’lopa, Pene’lope, Aegy’ptus, cyclo’pa).

4. Voca’lis ante voca’lem corripitur, δηλαδή φωνήεν προ φωνήεντος βραχύνεται (gra’tia, fi’lius, ora’tio, parti’tio, partici’pium, a’rguo, confi’cio, de’beo).

5. Βραχύχρονο φωνήεν προ δύο ή περισσότερων συμφώνων θεωρείται θέσει μακρό (Athenie’nsis, Nove’mber, elepha’ntus, prude’nter, desce’ndo, accu’mbo, repu’gnat, cogno’sco).

(Αν όμως τα δύο σύμφωνα είναι άφωνο + υγρό, τότε η συλλαβή μπορεί να θεωρηθεί και βραχύχρονη (sy’llaba anceps), ιδιαίτερα στους ποιητές (te’nebrae, tene’brae, co’nsecro, conse’cro).


(Για μεγαλύτερη ευκολία στην ανάγνωση των λατινικών λέξεων, στα πρώτα τριάντα πέντε μαθήματα, θα μπαίνει τόνος μετά από κάθε τονιζόμενο φωνήεν στις τρισύλλαβες και υπερτρισύλλαβες λέξεις.)


1.1.4. Φθόγγοι - γράμματα στη νέα ελληνική, αρχαία ελληνική και λατινική.


Φθόγγοι νέας ελληνικής / Γράμματα νέας ελληνικής / Φθόγγοι αρχαίας ελληνικής / Γράμματα αρχαίας ελληνικής / Φθόγγοι λατινικής / Γράμματα λατινικής


α / α / α, αα / α / α, αα / a

ε / ε / ε, εε / ε, η / ε, εε / e

ι / ι, η, υ / ι, ιι / ι / ι, ιι / i, y

ο / ο,ω / ο, οο / ο, ω / ο, οο / o

ου / ου, / ουου / υ / ου, ουου / u

- / - / - / - / - / oe

β / β / μπ / β / μπ / b

γ / γ / γκ / γ / γκ / g

δ / δ / ντ / δ / ντ / d

ζ/ / ζ / ζ / ζ / z / z, s

θ/ / θ / th / θ

κ/ / κ / κ / κ / κ / c, q, k

λ / λ / λ / λ / λ / l

μ / μ / μ / μ / μ / m

ν / ν / ν / ν / ν / n

π / π / π / π / π / p

ρ / ρ / ρ / ρ / ρ / r

σ / σ, ς / σ / σ, ς / σ / s

τ / τ / τ / τ / τ / t

φ / φ / φ / φ / φ / f

χ / χ / χ / χ / χ / h

β v

μπ,ντ,γκ ξ,ψ ξ,ψ j j

τσ, τζ

Σύνολα: 25 / 25 / 25 / 25 25 + 2 / 25



Παρατηρήσεις στον πίνακα των φθόγγων και των γραμμάτων:


1. Πρέπει να γίνεται σαφής διάκριση ανάμεσα στους φθόγγους, τα φωνήματα, δηλαδή τις μικρές φωνές με τις οποίες φτιάχνουμε στον προφορικό λόγο τις λέξεις, και τα γράμματα, τα σημάδια δηλαδή του γραπτού λόγου με τα οποία γράφουμε τις λέξεις.

2. Οι αρχαίοι Έλληνες πρόφεραν διαφορετικά ορισμένα γράμματα (β1=μπ, γ=γκ, δ=ντ, θ=th, η2=εε, ω=οο, υ=ου) κ.ά. Εμείς τα προφέρουμε όπως και τα νέα ελληνικά.

3. Στην προκλασική περίοδο υπήρχαν σε χρήση και άλλα γράμματα που συνέχισαν να χρησιμοποιούνται μόνο για να δηλώνουν αριθμούς, όπως το στίγμα Ϛ για το 6, το κόππα Ϟ για το 90 και το σαμπί Ϡ για το 900 ή το δίγαμμα F και το γιοτ J, που αποβλήθηκαν, αλλά διατηρήθηκαν στη λατινική.

4. Οι δίφθογγοι και στις δύο γλώσσες προφέρονταν και με τους δύο φθόγγους χωριστά με τον τόνο περισσότερο στον πρώτο φθόγγο (αι = άι, όπως στη νεοελληνική λέξη νεράιδα, au = a’u, όπως στη λέξη a’udio (ακούω).

5. Το s της λατινικής, ανάμεσα σε φωνήεντα, προφέρεται z, το u προφέρεται ου, η δίφθογγος ae προφέρεται e, η δίφθογγος oe όπως το γαλλικό eu, το qu προφέρεται κβ, το ph ως φ, το ch5 ως κ. Γράφουμε με διαλυτικά το δεύτερο γράμμα συνδυασμού φωνηέντων που δεν αποτελούν δίφθογγο και προφέρονται χωριστά.



1.1.5. Ιδιωματικά στοιχεία, αποκλίσεις, συμπληρώσεις:


(Αυτά τα στοιχεία μελετώνται σε δεύτερη και σε τρίτη φάση, αφού δηλαδή έχει ολοκληρωθεί η μελέτη του κανονικού μαθήματος.)


1. Ο τόνος των εγκλιτικών λέξεων, στα αρχαία ελληνικά, αναβιβάζεται στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης ως οξεία, όταν αυτή είναι προπαροξύτονη ή άτονη ή εγκλιτική (ἄνθρωπός τις, ἔν τινι τόπῳ) ή προπερισπώμενη (κῆποί τινες), αποβάλλεται, όταν η προηγούμενη λέξη είναι οξύτονη (Θεός τις) ή περισπώμενη (ἀγαπῶ τινα) ή όταν η προηγούμενη λέξη είναι παροξύτονη και το εγκλιτικό μονοσύλλαβο (λόγος τις) και τέλος παραμένει στο εγκλιτικό, όταν η προηγούμενη λέξη είναι παροξύτονη και το εγκλιτικό δισύλλαβο (λόγοι τινές, ἀνθρώπων τινῶν) ή όταν υπάρχει έμφαση (παρά σού) ή όταν η προηγούμενη λέξη έχει πάθει έκθλιψη (κακοί δ’ ἐσμέν) ή όταν πριν από το εγκλιτικό υπάρχει στίξη (Ὅμηρος,φασί, μέγας ἦν).

2. Ο τόνος των εγκλιτικών (que, ve, ne), στα λατινικά, αποβάλλεται, όταν η προηγούμενη λέξη τονίζεται στην παραλήγουσα και έχει τη λήγουσα βραχύχρονη (ho’mone, me’nsaque, melio’rave) ή μεταφέρεται στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης, αν αυτή τονίζεται στην προπαραλήγουσα (a’nima’que, i’nsula’ne) ή αν τονίζεται στην παραλήγουσα και έχει τη λήγουσα μακρόχρονη (du’ce’sque, ami’co’sne).

3. Τα σύνθετα με πρόθεση ρήματα ανεβάζουν τον τόνο στην προπαραλήγουσα της προστακτικής (κατάλυε, ἀνάδειξον). Ο τόνος γενικά δεν ανεβαίνει πέρα από τη λήγουσα της πρόθεσης (ἀπόδος, κατάθες) εκτός αν αυτή έχει πάθει έκθλιψη (πάρειμι, ἄπελθε) ούτε πέρα από τη συλλαβή που έχει αύξηση ή αναδιπλασιασμό (κατεῖπε, κάτειπε, ἀφῖγμαι, ἀφῖξο). Το β΄ενικό πρόσωπο της προστακτικής του μέσου Β’ αορίστου ανεβάζει τον τόνο όταν η προστακτική είναι μονοσύλλαβη και η πρόθεση δισύλλαβη (κατάθου, παράσχου, αλλά ἀπογενοῦ, ἐνθοῦ, ἐνοῦ).

4. Το αρχαίο ελληνικό αλφάβητο παλαιότερα είχε και το γράμμα δίγαμμα F, που προφερόταν σαν αδύνατο β, και το γράμμα γιοτ J, που προφερόταν σαν μαλακό γ, τα οποία ήδη από την κλασική εποχή είχαν παύσει να χρησιμοποιούνται (βασιλεFύς, βάλjω).

5. Στη λατινική το Y και το Z άρχισαν να χρησιμοποιούνται στα χρόνια του Κικέρωνα για τη μεταγραφή των αντίστοιχων ελληνικών γραμμάτων υ και ζ.

6. Η συλλαβή που τελειώνει σε φωνήεν λέγεται ανοιχτή και η συλλαβή που τελειώνει σε σύμφωνο κλειστή. Η χρήση των πνευμάτων στο γραπτό λόγο γενικεύθηκε πολύ αργότερα κατά τον 9ο μ.Χ. αιώνα.

7. Οι συμφωνικοί φθόγγοι της ινδοευρωπαϊκής ήταν περισσότεροι, γιατί υπήρχαν και τα μέσα-δασέα, όπως bh, gh8, dh1,2,7, που τα διατήρησε η σανσκριτική3, παράλληλα με τα ψιλά-δασέα, όπως ph, ch, th, που διατήρησε η ελληνική και η λατινική.

8. Στη λέξη μεθαύριον (& μεταύριον) το -τ- της πρόθεσης μετά (μετὰ + αὔριον) δασύνεται και γίνεται -θ- αντίθετα με τον κανόνα. Πνεύμα συνήθως έμπαινε και στο -ρρ-, όταν βρισκόταν στη μέση της λέξης, στο πρώτο -ρ- έμπαινε ψιλή και στο δεύτερο δασεία (Πύῤῥος), γι’αυτό και στα Λατινικά έγινε Pyrrhus.

9. Ο κανόνας που ορίζει ότι όταν η λήγουσα είναι μακρόχρονη η προπαραλήγουσα δεν τονίζεται φαινομενικά παραβιάζεται σε περιπτώσεις όπως της αντιμεταχώρησης (τῆς πόλεως < τῆς πόλη-ος, τοῦ πήχε-ως < τοῦ πήχη-ος).

10. Ο τόνος στην ινδοευρωπαϊκή ήταν ελεύθερος4,5, γνώρισμα που διατήρησε η σανσκριτική6,9, δεν ίσχυε δηλαδή ο περιορισμός της τρισυλλαβίας, όπως στην αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα, και κατά συνέπεια μπορούσε να τονισθεί και συλλαβή πριν από την προ-παραλήγουσα, όπως γίνεται και στην ποντιακή διάλεκτο (ετίμαναμε, έμορφεσσα).



1.2. Κείμενα. Ανάλυσε και μετάφρασε τα κείμενα:


(Κάθε κείμενο πρέπει να χωρίζεται σε περιόδους, κάθε περίοδος σε προτάσεις και κάθε πρόταση να αναλύεται γραμματικά και συντακτικά και ύστερα να μεταφράζεται.)


1. Αἱ δεύτεραι φροντίδες σοφότεραί εἰσι.

2. Βίαιος διδάσκαλος ὁ πόλεμός ἐστι.

3. Γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει.

4. Δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν.

5. Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματί εἰσι.


-----------


6. Una salus victis est, nullam spera’re salu’tem.

7. Verba volant, scripta manent.

8. Grae’cia capta ferrum victo’rem cepit.

9. Erra’re huma’num est.

10. Dum spiro spero.



Λεξιλόγιο - σχόλια:


(Τα ουσιαστικά θα δίνονται, και πρέπει να μαθαίνονται, με τη γενική τους, τα επίθετα και οι αντωνυμίες με τα τρία γένη, τα επιρρήματα με τους τρεις βαθμούς και τα ρήματα με τους αρχικούς χρόνους τους - στα λατινικά τον ενεστώτα, τον παρακείμενο, το σουπίνο και το απαρέμφατο ενεστώτα.)


φροντίδες: φροντίδες, σκέψεις, ἡ φροντίς, -ίδος.

εἰσί: βοηθητικό ρήμα, εἰμί, ἦν, ἔσομαι, ἐγενόμην, γέγονα, ἐγεγόνειν, ενεστώτας, εἰμί, εἶ, ἐστί, ἐσμέν, ἐστέ, εἰσί, παρατατικός, ἦν, ἦσθα, ἦν, ἦμεν, ἦτε, ἦσαν, μέλλοντας, ἔσομαι, ἔσει, ἔσεται και ἔσται, ἐσόμεθα, ἔσεσθε, ἔσονται.

γυναιξί: στις γυναίκες, έμμεσο αντικ, ἡ γυνή, τῆς γυναικός, τῇ γυναικί, τὴν γυναῖκα, ὦ γύναι.

κόσμον: στολίδι, κόσμημα, ὁ κόσμος, -ου.

φέρει: φέρνει, φέρω, ἔφερον, οἴσω, ἤνεγκα και ἤνεγκον, ἐνήνοχα, ἐνηνόχειν, ομόρριζα, φόρος, φορά, φερέγγυος, αμφορέας, φερνή (προίκα), φώρ (κλέφτης), φαρέτρα, δίφρος, οἰστέον, ποδηνεκής, φωριαμός, φέρετρο, φοράδα, διένεξη, φέρσιμο, fero, συντάξεις, φέρω τι, περιφράσεις, ἄγω καὶ φέρω (αρπάζω, λεηλατώ), βαρέως φέρω, ψῆφον φέρω, πλέον φέρομαι (πλεονεκτῶ), εὖ φέρομαι (ευτυχώ), φέρε + προστακτική (έλα, εμπρός).

ἐλεῶ τινά: ευσπλαχνίζομαι, ἐλεέω, -ῶ, ἠλέουν, ἐλεήσω, ἠλέησα, ἠλέηκα, ἠλεήκειν, ομόρριζα, ελεήμων, ανελέητος, ελεημοσύνη, ἀνελεημόνως, συντάξεις, ἐλεῶ τινα.

μακάριοι: ευτυχείς, μακάριος, -ία, -ιον, ὁ, ἡ μάκαρ, τοῦ, τῆς μάκαρος.

τῷ πνεύματι: δοτική της αναφοράς, τὸ πνεῦμα, τοῦ πνεύματος.


-----------


una: μία, unus, una, unum, γενική uni’us, δοτική uni, απόλυτο αριθμητικό, ένας, μία, ένα.

salus: σωτηρία, salus -u’tis, θηλυκό της Γ΄ κλίσης.

victis: στους ηττημένους, victus, -a, -um, μετοχή παρακ. του vinco, vici, victum, vi’ncere (νικώ), ομόρριζα, vinci’bilis, victor (νικητής), victo’ria (νίκη), victrix (νικήτρια), victus.

est: είναι, υπάρχει, sum, fui, esse, το βοηθητικό ρήμα είμαι, sum, es, est, sumus, estis, sunt, παρατατικός eram, eras, erat, era’mus, era’tis, erant, μέλλοντας ero, eris, erit, e’rimus, e’ritis, erunt.

nullam: καμία, nullus, -a, -um, κανένας, καμία, κανένα, αόριστη αντωνυμία, επιθετική. spera’re: να ελπίζουν, spero, -a’vi, -a’tum, -a’re, ελπίζω, απαρέμφατο ενεστώτα, ομόρριζα, spes (ελπίδα), despe’ro (απελπίζομαι), despera’ntia (απελπισία), despera’tus, despera’nter (απελπισμένα).

salu’tem: σωτηρία, αιτιατική ενικού.

verba: λόγια, verbum, -i, λόγος, ρήμα.

volant: πετούν, volo, -a’vi, -a’tum, -a’re, πετώ, ομόρριζα, vola’tilis (πτητικός), vola’ticus, vola’tus, -us, m, (πτήση).

scripta: γραπτά, scriptum, -i, scribo, scripsi, scriptum, scri’bere, γράφω, ομόρριζα, scriba (γραφέας), scri’ptio, scriptor, scriptum, scriptu’ra (γραφή), scriptus, -us (γραμματεία).

manent: μένουν, ma’neo, mansi, mansum, mane’re, μένω, ομόρριζα, ma’nsio (κατοικία), ma’nsito (μένω), mansus, perma’neo, perma’nsio, rema’neo, rema’nsio, μένω, μονή, μοναχός, αναμένω, παραμένω.

Grae’cia: Ελλάδα, Grae’cia, -ae, Graecus, -i, λέξη ελληνικής προέλευσης, πιθανά από το Γραῖος, που ήταν κάτοικος της πρώτης ελληνικής αποικίας στην Ιταλία, της Γραίας.

capta: αφού έλαβε, μετοχή παρακειμένου, captus, -a, -um, ca’pio, cepi, captum, ca’pere, λαμβάνω, παίρνω, ομόρριζα, cape’sso, capsa (κούτα), ca’psula (κουτάκι), ca’ptio (λήψη), capta’tio (σύλληψη), capti’vus (αιχμάλωτος), capto (συλλαμβάνω).

ferrum: το σίδερο, τα όπλα, ferrum, -i, n, σίδηρος.

victo’rem: το νικητή, victor, -o’ris, ο νικητής, victo’ria, -ae, η νίκη, από το ρήμα vinco.

cepit: έλαβε, παρακείμενος του capio, λαμβάνω.

erra’re: το πλανάσθαι, απαρέμφατο ενεστώτα του erro, -a’vi, -a’tum, -a’re, πλανώμαι, σφάλλω, ομόρριζα, error (σφάλμα), erra’tio, errabu’ndus, erra’tor, erro, -o’nis, m (πλάνη).

huma’num: ανθρώπινο, huma’nus, -a, -um, ανθρώπινος, homo, -inis, m, άνθρωπος.

dum: όσο, εφόσον, χρονικός σύνδεσμος.

spiro: αναπνέω, spiro, -a’vi, -a’tum, -a’re, spero: ελπίζω.



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ Συγκριτική διδασκαλία των κλασικών γλωσσών Μάθημα 1 Συνέχεια