Τέμνω
Κλίση του ρήματος στους Αρχικούς του Χρόνους:
Τέμνω (κόβω)
Εν.: τέμνω
Πρτ.: έτεμνον
Μελ.: τεμώ
Αόρ.: έτεμον
Πρκ.: τέτμηκα
Υπρσ.: ετετμήκειν
Παράγωγα
Κλίση του ρήματος στους Αρχικούς του Χρόνους:
Τέμνω (κόβω)
Εν.: τέμνω
Πρτ.: έτεμνον
Μελ.: τεμώ
Αόρ.: έτεμον
Πρκ.: τέτμηκα
Υπρσ.: ετετμήκειν
Παράγωγα