Φεύγω
Κλίση του ρήματος στους Αρχικούς του Χρόνους:
Φεύγω (φεύγω, καταδιώκομαι, γίνομαι εξόριστος)
Εν.: φεύγω
Πρτ.: έφευγον
Μελ.: φεύξομαι
Αόρ.: έφυγον
Πρκ.: πέφευγα
Υπρσ.: επεφεύγειν
Παράγωγα
Κλίση του ρήματος στους Αρχικούς του Χρόνους:
Φεύγω (φεύγω, καταδιώκομαι, γίνομαι εξόριστος)
Εν.: φεύγω
Πρτ.: έφευγον
Μελ.: φεύξομαι
Αόρ.: έφυγον
Πρκ.: πέφευγα
Υπρσ.: επεφεύγειν
Παράγωγα