Ὀράω-ῶ
Το ρήμα οράω-ώ, δηλαδή "βλέπω", είναι ρήμα συνηρημένο σε -άω. Για την κλίση του στα διάφορα πρόσωπα του ενεστώτα χρησιμοποιούνται οι καταλήξεις των ομαλών συνηρημένων σε -άω, όπως το ρήμα τιμάω-ώ.
Κλίση του ρήματος στους Αρχικούς του Χρόνους:
Οράω-ώ (βλέπω)
Εν.: ὁρῶ
Πρτ.: ἑώρων
Μελ.: ὄψομαι
Αόρ.: εἶδον
Πρκ.: ἑώρακα/ἑόρακα-ὄπωπα
Υπρσ.: ἑωράκειν-ὀπώπειν
Παράγωγα
- όραση, όραμα, ορατός, από το θέμα του ενεστώτα
- όψη, αυτόπτης, οπτικός, κάτοπτρο, ύποπτος, από το θέμα του μέλλοντα
- είδος, είδωλο, ειδύλλιο, ιδέα, από το θέμα του αορίστου
Ετυμολογία
Προέρχεται από τα αρχαιότατα θέματα *Fορα- (< ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ver-, πρβλ. παλαιογερμανική λέξη "wara" = προσοχή) και *Fιδ- (πρβλ. λατινικό ρήμα "video" = βλέπω).