Χρόνοι ρημάτων
Εισαγωγή στα Σουηδικά
|
Γραμματική
επεξεργασίαΤα σουηδικά ρήματα έχουν σχετικά λίγους χρόνους. Αλλά, όπως στα αγγλικά, δημιουργούνται με τη βοήθεια των βοηθητικών ρημάτων. Τα σουηδικά ρήματα δεν αλλάζουν πτώσεις και καταλήξεις αναλόγως του προσώπου. Η κατάληξη του ρήματος παραμένει πάντα η ίδια ανεξάρτητα της αντωνυμίας.
Το ομαλό ρήμα arbeta (μτφ.: δουλεύω)
Οι καταλήξεις των ομαλών ρημάτων σημειώνονται έντονα.
Χρόνος | Ελληνικά | Σουηδικά |
---|---|---|
Απαρέμφατο | Να δουλεύω | (Att) arbeta |
Παροντικός Χρόνος (Ενεστώτας) | Εγώ δουλεύω | Jag arbetar |
Παρελθοντικός Χρόνος (Αόριστος) | Εγώ δούλεψα | Jag arbetade |
Παρελθοντικός Χρόνος (Παρακείμενος) | Εγώ έχω δουλέψει | Jag har arbetat |
Παρελθοντικός Χρόνος (Υπερσυντέλικος) | Εγώ είχα δουλέψει | Jag hade arbetat |
Μελοντικός Χρόνος (Μέλλοντας) | Εγώ θα δουλέψω | Jag ska arbeta |
Το ανώμαλο ρήμα "πηγαίνω" (gå)
Χρόνος | Ελληνικά | Σουηδικά |
---|---|---|
Απαρέμφατο | Να πηγαίνω | (Att) gå |
Ενεστώτας | Εγώ πηγαίνω | Jag går |
Αόριστος | Εγώ πήγα | Jag gick |
Παρακείμενος | Εγώ έχω πάει | Jag har gått |
Υπερσυντέλικος | Εγώ είχα πάει | Jag hade gått |
Μέλλοντας | Εγώ θα πάω | Jag ska gå |
Τα ανώμαλα ρήματα vara (μτφ: είμαι), ha (μτφ: έχω) and ska/skulle (μτφ: θα) χρησιμοποιούνται σε σύνθετους χρόνους περίπου όπως τα ρήματα είμαι, έχω και το μόριο θα στα ελληνικά .
vara
(att) vara | είμαι |
jag var | ήμουν (αόριστος) |
jag har varit | ήμουν (παρακείμενος) |
jag är | I am |
ha
(att) ha | έχω |
jag hade | εγώ είχα (αόριστος) |
jag har haft | εγώ είχα (παρακείμενος - χρήση του βοηθητικού ρήματα έχω - (att) ha) |
jag har | εγώ έχω |
ska & skulle
jag ska | εγώ θα |
jag skulle | εγώ θα (παρελθόν) |
Αόριστος του ρήματος arbeta (μτφ: δουλεύω):
jag arbetade | εγώ δούλεψα |
du arbetade | εσύ δούλεψες |
han arbetade | αυτός δούλεψε |
hon arbetade | αυτή δούλεψε |
den arbetade | αυτό δούλεψε (κοινά γένη) |
det arbetade | αυτό δούλεψε (ουδέτερο γένος) |
man arbetade | κάποιος δούλεψε |
vi arbetade | εμείς δουλέψαμε |
ni arbetade | εσείς δουλέψατε |
de arbetade | αυτοί δούλεψαν |
Παραδείγματα
επεξεργασίαJag arbetade igår. | Εγώ δούλεψα χτες. |
Det har gått ett år. | Έχει περάσει ένας χρόνος |
Ni ska arbeta i morgon. | Εσείς θα δουλέψετε αύριο. |
De gick och arbetade i parken. | Αυτοί πήγαν και δούλεψαν στο πάρκο ή Αυτοί περπάτησαν και δούλεψαν στο πάρκο |
De arbetade och gick i parken. | Αυτοί δούλεψαν και περπάτησαν στο πάρκο. |
Vi skulle ha gått dit. | Έπρεπε να είχαμε πάει εκεί |
Jag hade tur. | Είχα τύχη. |
Jag arbetar (nu). | Εγώ δουλεύω (τώρα). |
Jag arbetar två dagar i veckan. | Εγώ δουλεύω δύο ημέρες την εβδομάδα. |
Example Text
επεξεργασίαKalles väg till arbetet
Det var morgon. Kalle gick ut på gatan. Han skulle gå vägen till arbetet. Den här vägen hade han gått många gånger förut. "När jag har arbetat klart ska jag gå hem igen.", sa Kalle. "Fast då går jag nog en annan väg!"
Ο δρόμος του Kalle για τη δουλειά.
Ήταν πρωί. Ο Kalle μπήκε στο δρόμο. Αυτός θα περπατούσε το δρόμο για τη δουλειά. Αυτό το δρόμο τον έχει περπατήσει πολλές φορές παλαιότερα. "Όταν τελειώσω τη δουλειά, θα περπατήσω σπίτι ξανά." είπε ο Kalle. "Αλλά τότε μάλλον θα περπατήσω από άλλο δρόμο!"
Ασκήσεις
επεξεργασίαΠαρακαλώ μεταφράστε στα Ελληνικά:
1. De har gått en annan väg.
2. Erik och Lina gick ut på puben.
3. Det var många i parken.
4. Hon har varit duktig.
5. Jag arbetade förut.
Παρακαλώ μεταφράστε στα σουηδικά:
6. Per, είσαι τυχερός!
7. Αυτό έχει κι άλλο αυτοκίνητο.
8. Αυτή βγαίνει τώρα.
9. Μια φορά κι έναν καιρό η μούμια ήταν τυχερή
10. Ποια είναι η σημασία αυτού?
Glossary
επεξεργασίαannan | διαφορετικός, άλλος |
den här/det här | αυτό |
då | τότε |
fast | αλλά (σε ομιλία) |
förut | προηγουμένως |
att arbeta klart | να ολοκληρώσω τη δουλειά |
ett arbete | μία δουλειά |
en gata | ένας δρόμος |
(att) gå | να περπατώ |
(att) gå dit | να περπατώ εκεί |
(att) gå ut | να εξέρχομαι |
(att) gå ut på | να εισέρχομαι [σε ένα δρόμο], να πηγαίνω [στην παμπ], να σημαίνει κάτι |
en gång | μια φορά |
(att) ha | να έχω |
(att) ha tur | να είμαι τυχερός, να έχω τύχη |
ett hem | ένα σπίτι |
en morgon | ένα πρωινό |
nu | τώρα |
många | πολλά |
nog | πιθανώς, αρκετά |
när | πότε |
en pub | μια παμπ |
(att) säga | να λέω |
vad | τι |
en väg | ένα δρόμος, μία διαδρομή |